αμεταλαμπάδευτος

αμεταλαμπάδευτος
ος , ον нераспространённый, непереданный (о светоче знаний, культуре и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αμεταλαμπάδευτος" в других словарях:

  • αμεταλαμπάδευτος — η, ο [μεταλαμπαδεύω] αυτός που δεν μεταδόθηκε σε άλλους σαν φως λαμπάδας, αυτός που δεν διαδόθηκε, δεν εξακτινώθηκε με το φως τής παιδείας …   Dictionary of Greek

  • αμεταλαμπάδευτος — η, ο αυτός που δε μεταδόθηκε στους άλλους σαν φως λαμπάδας: Η ελληνική σκέψη δεν έμεινε αμεταλαμπάδευτη στους άλλους μεσογειακούς λαούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»